παραφρονήσει

παραφρονήσει
παραφρονέω
to be beside oneself
aor subj act 3rd sg (epic)
παραφρονέω
to be beside oneself
fut ind mid 2nd sg
παραφρονέω
to be beside oneself
fut ind act 3rd sg
παραφρονέω
to be beside oneself
aor subj act 3rd sg (epic)
παραφρονέω
to be beside oneself
fut ind mid 2nd sg
παραφρονέω
to be beside oneself
fut ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • εξοιστρώ — ἐξοιστρῶ, άω ή έω (AM) 1. κάνω κάποιον να παραφρονήσει, τρελαίνω 2. γίνομαι μανιακός 3. τρέχω σαν μανιασμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + οιστρώ (< οίστρος)] …   Dictionary of Greek

  • ινώ — Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν κόρη του βασιλιά της Θήβας, Κάδμου, και της Αρμονίας, σύζυγος του Αθάμαντα. Επίσης, υπήρξε τροφός του Διονύσου. Η Ήρα, επειδή είχε θυμώσει με την Ι., την έκανε να παραφρονήσει. Έτσι, η Ι. σκότωσε τον μικρό της γιο,… …   Dictionary of Greek

  • νους — ο (ΑΜ νοῡς, Α και ασυναίρ. τ. νόος) 1. η ικανότητα τού νοείν, σε αντιδιαστολή προς το αισθάνεσθαι, η δύναμη που χαρακτηρίζει τον άνθρωπο να σκέφτεται λογικά, το σύνολο τών λειτουργιών τού ανθρώπινου εγκεφάλου, νόηση, διάνοια («τυφλὸς τὰ τ ὦτα τόν …   Dictionary of Greek

  • Ηρακλής μαινόμενος — Τραγωδία του Ευριπίδη. Χρονολογείται κατά προσέγγιση μεταξύ 421 και 415 π.Χ. Είναι το πρώτο από τα έργα που σώζονται και περιέχουν τροχαϊκά τετράμετρα, χαρακτηριστικό των όψιμων έργων του Ευριπίδη. Η υπόθεση εκτυλίσσεται στη Θήβα. Ο Λύκος από την …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”