εξοιστρώ — ἐξοιστρῶ, άω ή έω (AM) 1. κάνω κάποιον να παραφρονήσει, τρελαίνω 2. γίνομαι μανιακός 3. τρέχω σαν μανιασμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + οιστρώ (< οίστρος)] … Dictionary of Greek
ινώ — Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν κόρη του βασιλιά της Θήβας, Κάδμου, και της Αρμονίας, σύζυγος του Αθάμαντα. Επίσης, υπήρξε τροφός του Διονύσου. Η Ήρα, επειδή είχε θυμώσει με την Ι., την έκανε να παραφρονήσει. Έτσι, η Ι. σκότωσε τον μικρό της γιο,… … Dictionary of Greek
νους — ο (ΑΜ νοῡς, Α και ασυναίρ. τ. νόος) 1. η ικανότητα τού νοείν, σε αντιδιαστολή προς το αισθάνεσθαι, η δύναμη που χαρακτηρίζει τον άνθρωπο να σκέφτεται λογικά, το σύνολο τών λειτουργιών τού ανθρώπινου εγκεφάλου, νόηση, διάνοια («τυφλὸς τὰ τ ὦτα τόν … Dictionary of Greek
Ηρακλής μαινόμενος — Τραγωδία του Ευριπίδη. Χρονολογείται κατά προσέγγιση μεταξύ 421 και 415 π.Χ. Είναι το πρώτο από τα έργα που σώζονται και περιέχουν τροχαϊκά τετράμετρα, χαρακτηριστικό των όψιμων έργων του Ευριπίδη. Η υπόθεση εκτυλίσσεται στη Θήβα. Ο Λύκος από την … Dictionary of Greek